↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποκρατικοποίηση οι αποκρατικοποιήσεις
      γενική της αποκρατικοποίησης* των αποκρατικοποιήσεων
    αιτιατική την αποκρατικοποίηση τις αποκρατικοποιήσεις
     κλητική αποκρατικοποίηση αποκρατικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκρατικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποκρατικοποίηση < αποκρατικοποιώ + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αποκρατικοποίηση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία