privatisation
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
privatisation (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pʁivatizasjɔ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
privatisation | privatisations |
privatisation (fr) θηλυκό