Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δραχμοδίαιτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δραχμοδίαιτ
ος
η
δραχμοδίαιτ
η
το
δραχμοδίαιτ
ο
γενική
του
δραχμοδίαιτ
ου
της
δραχμοδίαιτ
ης
του
δραχμοδίαιτ
ου
αιτιατική
τον
δραχμοδίαιτ
ο
τη
δραχμοδίαιτ
η
το
δραχμοδίαιτ
ο
κλητική
δραχμοδίαιτ
ε
δραχμοδίαιτ
η
δραχμοδίαιτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δραχμοδίαιτ
οι
οι
δραχμοδίαιτ
ες
τα
δραχμοδίαιτ
α
γενική
των
δραχμοδίαιτ
ων
των
δραχμοδίαιτ
ων
των
δραχμοδίαιτ
ων
αιτιατική
τους
δραχμοδίαιτ
ους
τις
δραχμοδίαιτ
ες
τα
δραχμοδίαιτ
α
κλητική
δραχμοδίαιτ
οι
δραχμοδίαιτ
ες
δραχμοδίαιτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δραχμοδίαιτος
<
δραχμή
+
-ο-
+
-δίαιτος
Επίθετο
επεξεργασία
δραχμοδίαιτος, -η, -ο
(
παρωχημένο
) που ζει με
πενιχρά
οικονομικά μέσα
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
δραχμή
,
δράττομαι
και
δίαιτα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δραχμοδίαιτος