δραχμοδίαιτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
δραχμοδίαιτος, -η, -ο
- (παρωχημένο) που ζει με πενιχρά οικονομικά μέσα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δραχμοδίαιτος
|
δραχμοδίαιτος, -η, -ο
|