ενδιαίτημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενδιαίτημα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐνδιαίτημα[1] < αρχαία ελληνική ἐνδιαιτάομαι / ἐνδιαιτῶμαι < ἐν + δίαιτα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /en.ðiˈe.ti.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐δι‐αί‐τη‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενδιαίτημα ουδέτερο
- η κατοικία, το μέρος όπου κάποιος κατοικεί
- περιοχή οικοσυστήματος όπου βρίσκονται και διαβιούν βιολογικά είδη χλωρίδας και πανίδας
Συγγενικά
επεξεργασία- ενδιαιτώμαι
- → δείτε τη λέξη δίαιτα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ενδιαίτημα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ενδιαίτημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας