οικονόμα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οικονόμα | οι | οικονόμες |
γενική | της | οικονόμας | — | |
αιτιατική | την | οικονόμα | τις | οικονόμες |
κλητική | οικονόμα | οικονόμες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- οικονόμα < θηλυκό του οικονόμος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
οικονόμα θηλυκό
- αυτή που κάνει οικονομία