-βόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- -βόρος < βιβρώσκω
Επίθημα
επεξεργασία-βόρος
- επίθημα που δηλώνει ότι το αναφερόμενο πρόσωπο ή πράγμα τρώει, καταναλώνει ή σπαταλά μεγάλη ποσότητα από αυτό που δηλώνει το πρώτο συνθετικό
-βόρος