Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρονοβόρος η χρονοβόρα το χρονοβόρο
      γενική του χρονοβόρου της χρονοβόρας του χρονοβόρου
    αιτιατική τον χρονοβόρο τη χρονοβόρα το χρονοβόρο
     κλητική χρονοβόρε χρονοβόρα χρονοβόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρονοβόροι οι χρονοβόρες τα χρονοβόρα
      γενική των χρονοβόρων των χρονοβόρων των χρονοβόρων
    αιτιατική τους χρονοβόρους τις χρονοβόρες τα χρονοβόρα
     κλητική χρονοβόροι χρονοβόρες χρονοβόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρονοβόρος < χρονο- + -βόρος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xɾo.noˈvo.ɾos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /xɾo.noˈvo.ɾa/ θηλυκό
ΔΦΑ : /xɾo.noˈvo.ɾo/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

χρονοβόρος, -α, -ο

  • που απαιτεί πολύ χρόνο για να ολοκληρωθεί
οι εργασίες για τη διάνοιξη του δρόμου είναι πάντα χρονοβόρες

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία