χρονοβόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xɾo.noˈvo.ɾos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /xɾo.noˈvo.ɾa/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /xɾo.noˈvo.ɾo/ ουδέτερο
Επίθετο επεξεργασία
χρονοβόρος, -α, -ο
- που απαιτεί πολύ χρόνο για να ολοκληρωθεί
- οι εργασίες για τη διάνοιξη του δρόμου είναι πάντα χρονοβόρες
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χρονοβόρος