νεολογισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεολογισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική néologisme < αρχαία ελληνική νέος (νεο- + λόγος + -ισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεολογισμός αρσενικό
- (γλωσσολογία) κατά τον νεοκλασικισμό καινούργια λέξη που έχει εισαχθεί είτε ως συνθετική παλαιότερων στοιχείων (π.χ. εξατομικεύω, εξειδικεύω, ...), είτε ως δάνειο ξένης γλώσσας (π.χ. κοτολέτα, κομπιούτερ, ...)[1]
- λέξη ή φράση που δημιουργήθηκε πρόσφατα
- Σήμερα το φαινόμενο της νεολογίας μελετάται ενδελεχώς καθώς οι νεολογισμοί εμφανίζονται στην καθημερινή ζωή των ομιλητών όπως τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, στις σύγχρονες τεχνολογίες, στα τεχνικά λεξιλόγια κ.α.[1]
επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεολογισμός
επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 Δημητροπούλου Μαρία (Πάτρα 2016), «Η μετάφραση των νεολογισμών στο επιστημονικό λεξιλόγιο με έμφαση στον τομέα της γλωσσολογίας», σελ. 8. Προσπέλαση 2020-02-29