Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κομπιούτερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική computer < compute < γαλλική computer < λατινική computo

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /komˈbʝu.teɾ/ [mb] με προσαρμογή όπως για το ελληνικό <μπ>
Προφέρεται όπως και για τα αγγλικά <mp> : kɔm'pçu.tεɾ[1]
με προσαρμογή της προφοράς του /iu/ στην κάθε περίπτωση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κομπιούτερ αρσενικό ή ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία