Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
computer computers

  Ετυμολογία επεξεργασία

computer < compute + -er

  Ουσιαστικό επεξεργασία

computer (en)

Εκφράσεις επεξεργασία

  • on the computer: στα προγράμματα, στη λειτουργία του υπολογιστή
  • at the computer: κοντά στον υπολογιστή (όπως, στο γραφείο όπου βρίσκεται ο υπολογιστής)
  • in the computer: για υλικό αντικείμενο που βρίσκεται μέσα στο κουτί του υπολογιστή

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

computer < (άμεσο δάνειο) λατινική comput(ō) + -er

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɔ̃.pyˈte/

  Ρήμα επεξεργασία

computer (fr)

Συγγενικά επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

computer < (άμεσο δάνειο) αγγλική computer

  Ουσιαστικό επεξεργασία

computer (fr)

  Πηγές επεξεργασία



Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

computer (it)