computer
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
computer | computers |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
computer (en)
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- on the computer: στα προγράμματα, στη λειτουργία του υπολογιστή
- at the computer: κοντά στον υπολογιστή (όπως, στο γραφείο όπου βρίσκεται ο υπολογιστής)
- in the computer: για υλικό αντικείμενο που βρίσκεται μέσα στο κουτί του υπολογιστή
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
- computer graphics
- computer language
- computer name
- computer programming
- computer room
- computer science
- computer virus
- headless computer
- personal computer
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία 1Επεξεργασία
- computer < (άμεσο δάνειο) λατινική comput(ō) + -er
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
computer (fr)
Επεξεργασία
Ετυμολογία 2Επεξεργασία
- computer < (άμεσο δάνειο) αγγλική computer
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
computer (fr)
ΠηγέςΕπεξεργασία
- computer - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
Ιταλικά (it)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
computer (it)