πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική der Neologismus die Neologismen
γενική des Neologismus der Neologismen
δοτική dem Neologismus den Neologismen
αιτιατική den Neologismus die Neologismen

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Neologismus < (άμεσο δάνειο) γαλλική néologisme < neo- αρχαία ελληνική νέος + λόγος + -ismus (-ισμός)

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Neologismus (de) αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία