néologisme
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ne.o.lo.ʒi.sm/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
néologisme | néologismes |
néologisme (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
néologisme | néologismes |
néologisme (fr) αρσενικό