Ετυμολογία

επεξεργασία
néologique < néo- + -logique

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ne.ɔ.lɔ.ʒik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
néologique néologiques

néologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία