Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανακοστολόγηση οι ανακοστολογήσεις
      γενική της ανακοστολόγησης* των ανακοστολογήσεων
    αιτιατική την ανακοστολόγηση τις ανακοστολογήσεις
     κλητική ανακοστολόγηση ανακοστολογήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανακοστολογήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανακοστολόγηση < ανα- + κοστολόγηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανακοστολόγηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία