κοστολογημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοστολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κοστολογώ
Μετοχή επεξεργασία
κοστολογημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη κοστολογώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοστολογημένος
|
κοστολογημένος, -η, -ο
|