ανακοστολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ανακοστολογώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανακοστολογώ | ανακοστολογούσα | θα ανακοστολογώ | να ανακοστολογώ | ανακοστολογώντας | |
β' ενικ. | ανακοστολογείς | ανακοστολογούσες | θα ανακοστολογείς | να ανακοστολογείς | (ανακοστολόγει) | |
γ' ενικ. | ανακοστολογεί | ανακοστολογούσε | θα ανακοστολογεί | να ανακοστολογεί | ||
α' πληθ. | ανακοστολογούμε | ανακοστολογούσαμε | θα ανακοστολογούμε | να ανακοστολογούμε | ||
β' πληθ. | ανακοστολογείτε | ανακοστολογούσατε | θα ανακοστολογείτε | να ανακοστολογείτε | ανακοστολογείτε | |
γ' πληθ. | ανακοστολογούν(ε) | ανακοστολογούσαν(ε) | θα ανακοστολογούν(ε) | να ανακοστολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανακοστολόγησα | θα ανακοστολογήσω | να ανακοστολογήσω | ανακοστολογήσει | ||
β' ενικ. | ανακοστολόγησες | θα ανακοστολογήσεις | να ανακοστολογήσεις | ανακοστολόγησε | ||
γ' ενικ. | ανακοστολόγησε | θα ανακοστολογήσει | να ανακοστολογήσει | |||
α' πληθ. | ανακοστολογήσαμε | θα ανακοστολογήσουμε | να ανακοστολογήσουμε | |||
β' πληθ. | ανακοστολογήσατε | θα ανακοστολογήσετε | να ανακοστολογήσετε | ανακοστολογήστε | ||
γ' πληθ. | ανακοστολόγησαν ανακοστολογήσαν(ε) |
θα ανακοστολογήσουν(ε) | να ανακοστολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανακοστολογήσει | είχα ανακοστολογήσει | θα έχω ανακοστολογήσει | να έχω ανακοστολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανακοστολογήσει | είχες ανακοστολογήσει | θα έχεις ανακοστολογήσει | να έχεις ανακοστολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανακοστολογήσει | είχε ανακοστολογήσει | θα έχει ανακοστολογήσει | να έχει ανακοστολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανακοστολογήσει | είχαμε ανακοστολογήσει | θα έχουμε ανακοστολογήσει | να έχουμε ανακοστολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανακοστολογήσει | είχατε ανακοστολογήσει | θα έχετε ανακοστολογήσει | να έχετε ανακοστολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανακοστολογήσει | είχαν ανακοστολογήσει | θα έχουν ανακοστολογήσει | να έχουν ανακοστολογήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανακοστολογώ
|