Ετυμολογία

επεξεργασία
ακοστολόγητα < ακοστολόγητος

  Επίρρημα

επεξεργασία

ακοστολόγητα

  • με τρόπο που προϋποθέτει να μην υπολογίσουμε το κόστος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία