Ετυμολογία

επεξεργασία
consto < con- + sto

consto (la)

  1. στέκομαι μαζί (με κάποιον ή κάτι)
  2. συγκρατώ, κρατώ σταθερά
  3. συμφωνώ
  4. ταιριάζω
  5. μένω αμετακίνητος, αμετάβλητος, σταθερός
  6. υπομένω, επιμένω
  7. διαμένω

Συγγενικά

επεξεργασία

Αλλόγλωσσα παράγωγα

επεξεργασία