κρημνός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κρημνός | οι | κρημνοί |
γενική | του | κρημνού | των | κρημνών |
αιτιατική | τον | κρημνό | τους | κρημνούς |
κλητική | κρημνέ | κρημνοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κρημνός < αρχαία ελληνική κρημνός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρημνός αρσενικό
- γκρεμός, βάραθρο
- Κάτω ἔχασκε μέγας κρημνός, μονότονος, προκαλῶν σκοτοδίνην, σημειούμενος ἀπὸ ὀλίγους ἕρποντας θάμνους ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ, οἱ ὁποῖοι θὰ ἐφαίνοντο εἰς τὸ σκότος τῆς νυκτὸς ἐκείνης ὡς νὰ ἦσαν κακοποιοὶ ψηλαφῶντες καὶ ἀναρριχώμενοι ἢ καὶ σκαλικάντζαροι ἐλλοχεύοντες καὶ καραδοκοῦντες ὣς νὰ ἔλθῃ ἡ ὥρα νὰ εἰσβάλουν εἰς τὰς οἰκίας διὰ τῶν καπνοδόχων. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Της κοκόνας το σπίτι)
- (ιατρική) τμήμα ιστού, κυρίως δέρματος, που χρησιμοποιείται σε πλαστικές επεμβάσεις ως μόσχευμα χωρίς να αποκοπεί ολοκληρωτικά από την αρχική του θέση
- αναπέταση κρημνού
Συγγενικά
επεξεργασία- απόκρημνος
- κατακρημνίζω
- κατακρήμνιση
- κρημνώδης
- δείτε επίσης → γκρεμός