αναπέταση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναπέταση | οι | αναπετάσεις |
γενική | της | αναπέτασης* | των | αναπετάσεων |
αιτιατική | την | αναπέταση | τις | αναπετάσεις |
κλητική | αναπέταση | αναπετάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναπετάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αναπέταση < ἀναπετάννυμι (απλώνω, ξεδιπλώνω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναπέταση θηλυκό
- (για προϊόντα εκσκαφής) μεταφορά των προϊόντων εκσκαφής εκτός του ορύγματος στο γύρω χώρο
- (ιατρική) αναπέταση κρημνού
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναπέταση
|