κατακρημνίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατακρημνίζω < αρχαία ελληνική κατακρημνίζω < κατά + κρημνίζω < κρημνός
Ρήμα
επεξεργασίακατακρημνίζω (παθητική φωνή: κατακρημνίζομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- εγκατακρήμνιση
- κατακρήμνιση
- κατακρήμνισμα
- → δείτε τις λέξεις κατά, κρημνός και γκρεμός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατακρημνίζω | κατακρήμνιζα | θα κατακρημνίζω | να κατακρημνίζω | κατακρημνίζοντας | |
β' ενικ. | κατακρημνίζεις | κατακρήμνιζες | θα κατακρημνίζεις | να κατακρημνίζεις | κατακρήμνιζε | |
γ' ενικ. | κατακρημνίζει | κατακρήμνιζε | θα κατακρημνίζει | να κατακρημνίζει | ||
α' πληθ. | κατακρημνίζουμε | κατακρημνίζαμε | θα κατακρημνίζουμε | να κατακρημνίζουμε | ||
β' πληθ. | κατακρημνίζετε | κατακρημνίζατε | θα κατακρημνίζετε | να κατακρημνίζετε | κατακρημνίζετε | |
γ' πληθ. | κατακρημνίζουν(ε) | κατακρήμνιζαν κατακρημνίζαν(ε) |
θα κατακρημνίζουν(ε) | να κατακρημνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατακρήμνισα | θα κατακρημνίσω | να κατακρημνίσω | κατακρημνίσει | ||
β' ενικ. | κατακρήμνισες | θα κατακρημνίσεις | να κατακρημνίσεις | κατακρήμνισε | ||
γ' ενικ. | κατακρήμνισε | θα κατακρημνίσει | να κατακρημνίσει | |||
α' πληθ. | κατακρημνίσαμε | θα κατακρημνίσουμε | να κατακρημνίσουμε | |||
β' πληθ. | κατακρημνίσατε | θα κατακρημνίσετε | να κατακρημνίσετε | κατακρημνίστε | ||
γ' πληθ. | κατακρήμνισαν κατακρημνίσαν(ε) |
θα κατακρημνίσουν(ε) | να κατακρημνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατακρημνίσει | είχα κατακρημνίσει | θα έχω κατακρημνίσει | να έχω κατακρημνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατακρημνίσει | είχες κατακρημνίσει | θα έχεις κατακρημνίσει | να έχεις κατακρημνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατακρημνίσει | είχε κατακρημνίσει | θα έχει κατακρημνίσει | να έχει κατακρημνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατακρημνίσει | είχαμε κατακρημνίσει | θα έχουμε κατακρημνίσει | να έχουμε κατακρημνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατακρημνίσει | είχατε κατακρημνίσει | θα έχετε κατακρημνίσει | να έχετε κατακρημνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατακρημνίσει | είχαν κατακρημνίσει | θα έχουν κατακρημνίσει | να έχουν κατακρημνίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατακρημνίζω
|