εγκατακρήμνιση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εγκατακρήμνιση < εν- + κατακρήμνιση
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εγκατακρήμνιση θηλυκό
- (λόγιο) άλλη μορφή του κατακρήμνιση
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εγκατακρήμνιση
|
εγκατακρήμνιση θηλυκό
|