Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατακρήμνιση οι κατακρημνίσεις
      γενική της κατακρήμνισης* των κατακρημνίσεων
    αιτιατική την κατακρήμνιση τις κατακρημνίσεις
     κλητική κατακρήμνιση κατακρημνίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατακρημνίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατακρήμνιση < κατακρημνίζω + -ση αρχαία ελληνική κατακρημνίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατακρήμνιση θηλυκό

  1. η πτώση από γκρεμό ή γενικότερα από ψηλά
  2. η ρίψη από ψηλά (είδος της θανατικής ποινής στην Αρχ. Ρώμη)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία