κατακρήμνισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κατακρήμνισμα < κατακρημνίζω, κατακρημνισ- + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κατακρήμνισμα ουδέτερο
- (λόγιο) το αποτέλεσμα του κατακρημνίζω
- (μετεωρολογία, λόγιο) η βροχή, το χιόνι κι ό,τι άλλο σχετικό πέφτει από τα σύννεφα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατακρήμνισμα
|