γκρέμισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γκρέμισμα < γκρεμίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γκρέμισμα ουδέτερο
- ρίψη, ή πτώση σε γκρεμό
- κατεδάφιση, καταστροφή
- παύση κάποιας εξουσίας, καθαίρεση
- υπόλειμμα κατεδάφισης, κατεδαφισμένη οικία, αποθήκη κ.λπ.