Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απόγκρεμνος η απόγκρεμνη το απόγκρεμνο
      γενική του απόγκρεμνου της απόγκρεμνης του απόγκρεμνου
    αιτιατική τον απόγκρεμνο την απόγκρεμνη το απόγκρεμνο
     κλητική απόγκρεμνε απόγκρεμνη απόγκρεμνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απόγκρεμνοι οι απόγκρεμνες τα απόγκρεμνα
      γενική των απόγκρεμνων των απόγκρεμνων των απόγκρεμνων
    αιτιατική τους απόγκρεμνους τις απόγκρεμνες τα απόγκρεμνα
     κλητική απόγκρεμνοι απόγκρεμνες απόγκρεμνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απόγκρεμνος < αρχαία ελληνική ἀπόκρημνος < ἀπό + κρημνός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈpo.ɡɾe.mnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πό‐γκρε‐μος

  Επίθετο επεξεργασία

απόγκρεμνος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία