Δείτε επίσης: απόκρημνος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀπόκρημνος τὸ ἀπόκρημνον οἱ, αἱ ἀπόκρημνοι τὰ ἀπόκρημνα
Γενική τοῦ, τῆς ἀποκρήμνου τοῦ ἀποκρήμνου τῶν ἀποκρήμνων τῶν ἀποκρήμνων
Δοτική τῷ, τῇ ἀποκρήμνῳ τῷ ἀποκρήμνῳ τοῖς, ταῖς ἀποκρήμνοις τοῖς ἀποκρήμνοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀπόκρημνον τὸ ἀπόκρημνον τοὺς, τὰς ἀποκρήμνους τὰ ἀπόκρημνα
Κλητική ἀπόκρημνε ἀπόκρημνον ἀπόκρημνοι ἀπόκρημνα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀποκρήμνω
Γενική-Δοτική ἀποκρήμνοιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀπόκρημνος < ἀπό + κρημνός

  Επίθετο επεξεργασία

ἀπόκρημνος, -ος, -ον

  1. απόκρημνος
  2. (μεταφορικά) γεμάτος δυσκολίες