ἀπόκρημνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀπόκρημνος | τὸ ἀπόκρημνον | οἱ, αἱ ἀπόκρημνοι | τὰ ἀπόκρημνα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀποκρήμνου | τοῦ ἀποκρήμνου | τῶν ἀποκρήμνων | τῶν ἀποκρήμνων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀποκρήμνῳ | τῷ ἀποκρήμνῳ | τοῖς, ταῖς ἀποκρήμνοις | τοῖς ἀποκρήμνοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀπόκρημνον | τὸ ἀπόκρημνον | τοὺς, τὰς ἀποκρήμνους | τὰ ἀπόκρημνα |
Κλητική | ἀπόκρημνε | ἀπόκρημνον | ἀπόκρημνοι | ἀπόκρημνα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀποκρήμνω | |||
Γενική-Δοτική | ἀποκρήμνοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἀπόκρημνος, -ος, -ον