βολτάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βολτάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική voltare < λατινική volutare, απαρέμφατο τού voluto, θαμιστικό τού volvo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wel- (γυρίζω, τριγυρίζω)
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαβολτάρω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βόλτα
Μεταφράσεις
επεξεργασία βολτάρω
|