σουλατσάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σουλατσάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική sollazzare < sollazzo < λατινική solatium < solacium < solor < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sōlh₂-
Ρήμα
επεξεργασίασουλατσάρω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σουλάτσο