tour
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tour | tours |
tour (en)
- ο γύρος
- ⮡ I am doing a tour of Europe - κάνω τον γύρο της Ευρώπης
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | tour |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tours |
αόριστος | toured |
παθητική μετοχή | toured |
ενεργητική μετοχή | touring |
tour (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tour | tours |
Προφορά
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtour (fr) θηλυκό
- ο πύργος
- Ce château-fort a cinq tours. - Αυτό το κάστρο έχει πέντε πύργους.
- la Tour Eiffel - ο πύργος του Άιφελ
- (μεταφορικά) ο ουρανοξύστης
Συγγενικά
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- tour < και torn < λατινική tornus ή αρχαία ελληνική τόρνος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtour (fr) αρσενικό
Ετυμολογία 3
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtour (fr) αρσενικό
- η στροφή (συντομογραφία: tr)
- ⮡ 2000 tr/min - 2000 στροφές ανά λεπτό
- ο γύρος
- ⮡ le tour du monde en 80 jours - ο γύρος του κόσμου σε 80 μέρες
- ⮡ au quart de tour - αμέσως, αστραπιαία (θυμίζει το κλειδί του αυτοκινήτου που γυρίζει κατά ένα τέταρτο του κύκλου)
- ⮡ à tour de bras - με όλη τη δύναμη (θυμίζει το μπράτσο γυρίζει για να πάρει κάποιος φόρα)
- ⮡ en un tour de main - πολύ γρήγορα
- ⮡ faire le tour (de la question, d'un problème) - εξετάζω (ένα θέμα, ένα πρόβλημα) στο σύνολό του
- ο γύρος, η βόλτα, ο περίπατος
- ⮡ faire un tour, faire des tours - κάνω μια βόλτα
- ⮡ le Tour de France, le Tour - ποδηλατικός αγώνας γύρω από τη Γαλλία
- ⮡ tour de ville - περιφερειακός δρόμος γύρω από μια πόλη
- ο γύρος, η περιφέρεια
- ⮡ faire le tour - κάνω τον γύρο
- η σειρά
- ⮡ C'est à mon tour de jouer. - Είνα η σειρά μου να παίξω.
- ⮡ tour à tour - ο καθένας με τη σειρά του, ο ένας μετά τον άλλο, εναλλάξ
- ⮡ à tour de rôle - ο καθένας με τη σειρά του, εναλλάξ
- ⮡ chacun son tour - ο καθένας με τη σειρά του, ο ένας μετά τον άλλο
- το κόλπο
- ⮡ Il sait faire plein de tours. - Ξέρει πολλά κόλπα.
- ⮡ tour de force - άσκηση που απαιτεί μεγάλη δύναμη, το κατόρθωμα
- ⮡ faire un tour, jouer un tour - ενεργώ εις βάρος κάποιου
- ≈ συνώνυμα: artifice, combine, exploit, performance, stratagème και truc
- η φάρσα
- η όψη, η εμφάνιση
- ⮡ Les choses prennent un tour étrange.
- Τα πράγματα παίρνουν μια περίεργη όψη.
- ⮡ tour de phrase - ο τρόπος με τον οποίο διαλέγει κανείς τα λόγια του για να παρουσιάζει τη σκέψη του
- ⮡ Les choses prennent un tour étrange.
Σύνθετα
επεξεργασία
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtour (it)
- η ξενάγηση