Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tour tours

tour (en)

  • ο γύρος
    ⮡  I am doing a tour of Europe - κάνω τον γύρο της Ευρώπης
ενεστώτας tour
γ΄ ενικό ενεστώτα tours
αόριστος toured
παθητική μετοχή toured
ενεργητική μετοχή touring

tour (en)



      ενικός         πληθυντικός  
tour tours

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tuʁ/
 

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
tour < tur < λατινική turris

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tour (fr) θηλυκό

  1. ο πύργος
    Ce château-fort a cinq tours. - Αυτό το κάστρο έχει πέντε πύργους.
    la Tour Eiffel - ο πύργος του Άιφελ
  2. (μεταφορικά) ο ουρανοξύστης
Συγγενικά
επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
tour < και torn < λατινική tornus ή αρχαία ελληνική τόρνος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tour (fr) αρσενικό

  1. ο τόρνος
  2. περιστρεφόμενη κυλινδρική ντουλάπα

  Ετυμολογία 3

επεξεργασία
tour < tor < torner (γυρίζω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tour (fr) αρσενικό

  1. η στροφή (συντομογραφία: tr)
    ⮡  2000 tr/min - 2000 στροφές ανά λεπτό
  2. ο γύρος
    ⮡  le tour du monde en 80 jours - ο γύρος του κόσμου σε 80 μέρες
    ⮡  au quart de tour - αμέσως, αστραπιαία (θυμίζει το κλειδί του αυτοκινήτου που γυρίζει κατά ένα τέταρτο του κύκλου)
    ⮡  à tour de bras - με όλη τη δύναμη (θυμίζει το μπράτσο γυρίζει για να πάρει κάποιος φόρα)
    ⮡  en un tour de main - πολύ γρήγορα
    ⮡  faire le tour (de la question, d'un problème) - εξετάζω (ένα θέμα, ένα πρόβλημα) στο σύνολό του
  3. ο γύρος, η βόλτα, ο περίπατος
    ⮡  faire un tour, faire des tours - κάνω μια βόλτα
    ⮡  le Tour de France, le Tour - ποδηλατικός αγώνας γύρω από τη Γαλλία
    ⮡  tour de ville - περιφερειακός δρόμος γύρω από μια πόλη
     συνώνυμα: promenade, οικείο: virée
  4. ο γύρος, η περιφέρεια
    ⮡  faire le tour - κάνω τον γύρο
  5. η σειρά
    ⮡  C'est à mon tour de jouer. - Είνα η σειρά μου να παίξω.
    ⮡  tour à tour - ο καθένας με τη σειρά του, ο ένας μετά τον άλλο, εναλλάξ
    ⮡  à tour de rôle - ο καθένας με τη σειρά του, εναλλάξ
    ⮡  chacun son tour - ο καθένας με τη σειρά του, ο ένας μετά τον άλλο
  6. το κόλπο
    ⮡  Il sait faire plein de tours. - Ξέρει πολλά κόλπα.
    ⮡  tour de force - άσκηση που απαιτεί μεγάλη δύναμη, το κατόρθωμα
    ⮡  faire un tour, jouer un tour - ενεργώ εις βάρος κάποιου
     συνώνυμα:  artifice, combine, exploit, performance, stratagème και truc
  7. η φάρσα
    ⮡  Il nous a fait un drôle de tour. - Μας έκανε μια αστεία φάρσα.
     συνώνυμα: farce
  8. η όψη, η εμφάνιση
    ⮡  Les choses prennent un tour étrange.
    Τα πράγματα παίρνουν μια περίεργη όψη.
    ⮡  tour de phrase - ο τρόπος με τον οποίο διαλέγει κανείς τα λόγια του για να παρουσιάζει τη σκέψη του
     συνώνυμα: allure, tournure



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tour (it)