Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tour tours

tour (en)

  1. η περιήγηση, η βόλτα, ο γύρος, ταξίδι για ευχαρίστηση κατά το οποίο επισκεπτόμαστε πολλές διαφορετικές πόλεις, χώρες κτλ.
    παράδειγμα  We went on a walking/bus tour.
    Πήγαμε σε μια περιήγηση με τα πόδια/με λεωφορείο.
    παράδειγμα  We went on a sightseeing tour.
    Πήγαμε σε μια περιήγηση στα αξιοθέατα.
    παράδειγμα  They went on a boat tour of some Greek islands including Santorini and Chios.
    Έκαναν μια βόλτα με σκάφος σε μερικά ελληνικά νησιά, όπως η Σαντορίνη και η Χίος.
    παράδειγμα  I am doing a tour of Europe.
    Κάνω τον γύρο της Ευρώπης.
    παράδειγμα  He works as a tour operator.
    Δουλεύει ως διοργανωτής ταξιδιών.
  2. η ξενάγηση, το να περπατάμε σε μια πόλη, ένα κτίριο κτλ. για να την επισκεφτούμε
    παράδειγμα  We were given a (guided) tour of the palace.
    Μας έγινε/Μας έκαναν ξενάγηση στο παλάτι.
    παράδειγμα  There will be a guided tour of the Archaeological Museum.
    Θα γίνει ξενάγηση στο Αρχαιολογικό Μουσείο.
    παράδειγμα  The realtor gave us a virtual tour of the house.
    Ο κτηματομεσίτης μάς έκανε μια εικονική ξενάγηση στο σπίτι.
    παράδειγμα  Our host gave us a quick tour of/around/round the building.
    Ο οικοδεσπότης μας έκανε μια γρήγορη ξενάγηση στο κτήριο.
    παράδειγμα  I am the tour guide.
    Κάνω τον ξεναγό.
    παράδειγμα  The tour guide spoke English and French.
    Η ξεναγός μιλούσε αγγλικά και γαλλικά.
    παράδειγμα  Thanks to the tour guide, we learned a lot about Mycenae.
    Χάρη στον ξεναγό μάθαμε πολλά για τις Μυκήνες.
    παράδειγμα  They took us on a tour of the city’s sights./They gave us a tour of the city’s sights.
    Μας ξενάγησαν στα αξιοθέατα της πόλης.
    παράδειγμα  We were given a tour/We were taken on a tour/We had a guided tour of Mycenae.
    Ξεναγηθήκαμε στις Μυκήνες.
  3. η περιοδεία, επίσημη σειρά επισκέψεων σε διάφορα μέρη από ένα συγκρότημα, μια ορχήστρα, ένα σημαντικό πρόσωπο κτλ.
    παράδειγμα  The band is currently on a nine-day tour in France.
    Η μπάντα κάνει αυτή την περίοδο μια εννιαήμερη περιοδεία στη Γαλλία.
    παράδειγμα  We saw her on her world tour.
    Την είδαμε στην παγκόσμια περιοδεία της.
    παράδειγμα  The author started a book tour to promote his new book.
    Ο συγγραφέας ξεκίνησε περιοδεία για την προώθηση του νέου του βιβλίου.
    παράδειγμα  The professor did a lecture tour in Europe.
    Ο καθηγητής έκανε περιοδεία διαλέξεων στην Ευρώπη.
    παράδειγμα  The activist began a speaking tour about climate change.
    Η ακτιβίστρια ξεκίνησε περιοδεία ομιλιών για την κλιματική αλλαγή.
  4. η στρατιωτική ή διπλωματική αποστολή, χρονική περίοδος κατά την οποία κάποιος υπηρετεί στο στρατό ή ως διπλωμάτης σε ένα συγκεκριμένο μέρος
    παράδειγμα  After his tour in Lebanon, he retired from the military.
    Μετά την αποστολή του στον Λίβανο, αποστρατεύτηκε.
    παράδειγμα  He served two tours in Iraq.
    Υπηρέτησε δύο φορές στο Ιράκ.
ενεστώτας tour
γ΄ ενικό ενεστώτα tours
αόριστος toured
παθητική μετοχή toured
ενεργητική μετοχή touring

tour (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)

  • περιοδεύω, κάνω περιοδεία, γυρίζω, ταξιδεύω σε ένα μέρος, για παράδειγμα σε διακοπές, ή για παράσταση, για να διαφημίσω κάτι κτλ.
    παράδειγμα  He toured America with his show.
    Περιοδεύσε στην Αμερική με την παράστασή του.
    παράδειγμα  She is currently touring with her new band.
    Αυτή την περίοδο κάνει περιοδεία με τη νέα της μπάντα.
    παράδειγμα  We spent four weeks touring around Europe.
    Περάσαμε τέσσερις εβδομάδες γυρίζοντας/ταξιδεύοντας την Ευρώπη.
      ενικός         πληθυντικός  
tour tours

Ετυμολογία 1

επεξεργασία
tour < tur < λατινική turris

Ουσιαστικό

επεξεργασία

tour (fr) θηλυκό

  1. ο πύργος
    Ce château-fort a cinq tours. - Αυτό το κάστρο έχει πέντε πύργους.
    la Tour Eiffel - ο πύργος του Άιφελ
  2. (μεταφορικά) ο ουρανοξύστης
Συγγενικά
επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
tour < και torn < λατινική tornus ή αρχαία ελληνική τόρνος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

tour (fr) αρσενικό

  1. ο τόρνος
  2. περιστρεφόμενη κυλινδρική ντουλάπα

Ετυμολογία 3

επεξεργασία
tour < tor < torner (γυρίζω)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

tour (fr) αρσενικό

  1. η στροφή (συντομογραφία: tr)
    παράδειγμα  2000 tr/min - 2000 στροφές ανά λεπτό
  2. ο γύρος
    παράδειγμα  le tour du monde en 80 jours - ο γύρος του κόσμου σε 80 μέρες
    παράδειγμα  au quart de tour - αμέσως, αστραπιαία (θυμίζει το κλειδί του αυτοκινήτου που γυρίζει κατά ένα τέταρτο του κύκλου)
    παράδειγμα  à tour de bras - με όλη τη δύναμη (θυμίζει το μπράτσο γυρίζει για να πάρει κάποιος φόρα)
    παράδειγμα  en un tour de main - πολύ γρήγορα
    παράδειγμα  faire le tour (de la question, d'un problème) - εξετάζω (ένα θέμα, ένα πρόβλημα) στο σύνολό του
  3. ο γύρος, η βόλτα, ο περίπατος
    παράδειγμα  faire un tour, faire des tours - κάνω μια βόλτα
    παράδειγμα  le Tour de France, le Tour - ποδηλατικός αγώνας γύρω από τη Γαλλία
    παράδειγμα  tour de ville - περιφερειακός δρόμος γύρω από μια πόλη
     συνώνυμα: promenade, οικείο: virée
  4. ο γύρος, η περιφέρεια
    παράδειγμα  faire le tour - κάνω τον γύρο
  5. η σειρά
    παράδειγμα  C'est à mon tour de jouer. - Είνα η σειρά μου να παίξω.
    παράδειγμα  tour à tour - ο καθένας με τη σειρά του, ο ένας μετά τον άλλο, εναλλάξ
    παράδειγμα  à tour de rôle - ο καθένας με τη σειρά του, εναλλάξ
    παράδειγμα  chacun son tour - ο καθένας με τη σειρά του, ο ένας μετά τον άλλο
  6. το κόλπο
    παράδειγμα  Il sait faire plein de tours. - Ξέρει πολλά κόλπα.
    παράδειγμα  tour de force - άσκηση που απαιτεί μεγάλη δύναμη, το κατόρθωμα
    παράδειγμα  faire un tour, jouer un tour - ενεργώ εις βάρος κάποιου
     συνώνυμα:  artifice, combine, exploit, performance, stratagème και truc
  7. η φάρσα
    παράδειγμα  Il nous a fait un drôle de tour. - Μας έκανε μια αστεία φάρσα.
     συνώνυμα: farce
  8. η όψη, η εμφάνιση
    παράδειγμα  Les choses prennent un tour étrange.
    Τα πράγματα παίρνουν μια περίεργη όψη.
    παράδειγμα  tour de phrase - ο τρόπος με τον οποίο διαλέγει κανείς τα λόγια του για να παρουσιάζει τη σκέψη του
     συνώνυμα: allure, tournure

Ουσιαστικό

επεξεργασία