tour
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
tour | tours |
tour (en)
- η περιήγηση, η βόλτα, ο γύρος, ταξίδι για ευχαρίστηση κατά το οποίο επισκεπτόμαστε πολλές διαφορετικές πόλεις, χώρες κτλ.
We went on a walking/bus tour.
- Πήγαμε σε μια περιήγηση με τα πόδια/με λεωφορείο.
We went on a sightseeing tour.
- Πήγαμε σε μια περιήγηση στα αξιοθέατα.
They went on a boat tour of some Greek islands including Santorini and Chios.
- Έκαναν μια βόλτα με σκάφος σε μερικά ελληνικά νησιά, όπως η Σαντορίνη και η Χίος.
I am doing a tour of Europe.
- Κάνω τον γύρο της Ευρώπης.
He works as a tour operator.
- Δουλεύει ως διοργανωτής ταξιδιών.
- η ξενάγηση, το να περπατάμε σε μια πόλη, ένα κτίριο κτλ. για να την επισκεφτούμε
We were given a (guided) tour of the palace.
- Μας έγινε/Μας έκαναν ξενάγηση στο παλάτι.
There will be a guided tour of the Archaeological Museum.
- Θα γίνει ξενάγηση στο Αρχαιολογικό Μουσείο.
The realtor gave us a virtual tour of the house.
- Ο κτηματομεσίτης μάς έκανε μια εικονική ξενάγηση στο σπίτι.
Our host gave us a quick tour of/around/round the building.
- Ο οικοδεσπότης μας έκανε μια γρήγορη ξενάγηση στο κτήριο.
I am the tour guide.
- Κάνω τον ξεναγό.
The tour guide spoke English and French.
- Η ξεναγός μιλούσε αγγλικά και γαλλικά.
Thanks to the tour guide, we learned a lot about Mycenae.
- Χάρη στον ξεναγό μάθαμε πολλά για τις Μυκήνες.
They took us on a tour of the city’s sights./They gave us a tour of the city’s sights.
- Μας ξενάγησαν στα αξιοθέατα της πόλης.
We were given a tour/We were taken on a tour/We had a guided tour of Mycenae.
- Ξεναγηθήκαμε στις Μυκήνες.
- η περιοδεία, επίσημη σειρά επισκέψεων σε διάφορα μέρη από ένα συγκρότημα, μια ορχήστρα, ένα σημαντικό πρόσωπο κτλ.
The band is currently on a nine-day tour in France.
- Η μπάντα κάνει αυτή την περίοδο μια εννιαήμερη περιοδεία στη Γαλλία.
We saw her on her world tour.
- Την είδαμε στην παγκόσμια περιοδεία της.
The author started a book tour to promote his new book.
- Ο συγγραφέας ξεκίνησε περιοδεία για την προώθηση του νέου του βιβλίου.
The professor did a lecture tour in Europe.
- Ο καθηγητής έκανε περιοδεία διαλέξεων στην Ευρώπη.
The activist began a speaking tour about climate change.
- Η ακτιβίστρια ξεκίνησε περιοδεία ομιλιών για την κλιματική αλλαγή.
- η στρατιωτική ή διπλωματική αποστολή, χρονική περίοδος κατά την οποία κάποιος υπηρετεί στο στρατό ή ως διπλωμάτης σε ένα συγκεκριμένο μέρος
After his tour in Lebanon, he retired from the military.
- Μετά την αποστολή του στον Λίβανο, αποστρατεύτηκε.
He served two tours in Iraq.
- Υπηρέτησε δύο φορές στο Ιράκ.
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | tour |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tours |
αόριστος | toured |
παθητική μετοχή | toured |
ενεργητική μετοχή | touring |
tour (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)
- περιοδεύω, κάνω περιοδεία, γυρίζω, ταξιδεύω σε ένα μέρος, για παράδειγμα σε διακοπές, ή για παράσταση, για να διαφημίσω κάτι κτλ.
He toured America with his show.
- Περιοδεύσε στην Αμερική με την παράστασή του.
She is currently touring with her new band.
- Αυτή την περίοδο κάνει περιοδεία με τη νέα της μπάντα.
We spent four weeks touring around Europe.
- Περάσαμε τέσσερις εβδομάδες γυρίζοντας/ταξιδεύοντας την Ευρώπη.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tour | tours |
Προφορά
επεξεργασία
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
tour (fr) θηλυκό
- ο πύργος
- Ce château-fort a cinq tours. - Αυτό το κάστρο έχει πέντε πύργους.
- la Tour Eiffel - ο πύργος του Άιφελ
- (μεταφορικά) ο ουρανοξύστης
Συγγενικά
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- tour < και torn < λατινική tornus ή αρχαία ελληνική τόρνος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ετυμολογία 3
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
tour (fr) αρσενικό
- η στροφή (συντομογραφία: tr)
2000 tr/min - 2000 στροφές ανά λεπτό
- ο γύρος
le tour du monde en 80 jours - ο γύρος του κόσμου σε 80 μέρες
au quart de tour - αμέσως, αστραπιαία (θυμίζει το κλειδί του αυτοκινήτου που γυρίζει κατά ένα τέταρτο του κύκλου)
à tour de bras - με όλη τη δύναμη (θυμίζει το μπράτσο γυρίζει για να πάρει κάποιος φόρα)
en un tour de main - πολύ γρήγορα
faire le tour (de la question, d'un problème) - εξετάζω (ένα θέμα, ένα πρόβλημα) στο σύνολό του
- ο γύρος, η βόλτα, ο περίπατος
faire un tour, faire des tours - κάνω μια βόλτα
le Tour de France, le Tour - ποδηλατικός αγώνας γύρω από τη Γαλλία
tour de ville - περιφερειακός δρόμος γύρω από μια πόλη
- ο γύρος, η περιφέρεια
faire le tour - κάνω τον γύρο
- η σειρά
C'est à mon tour de jouer. - Είνα η σειρά μου να παίξω.
tour à tour - ο καθένας με τη σειρά του, ο ένας μετά τον άλλο, εναλλάξ
à tour de rôle - ο καθένας με τη σειρά του, εναλλάξ
chacun son tour - ο καθένας με τη σειρά του, ο ένας μετά τον άλλο
- το κόλπο
Il sait faire plein de tours. - Ξέρει πολλά κόλπα.
tour de force - άσκηση που απαιτεί μεγάλη δύναμη, το κατόρθωμα
faire un tour, jouer un tour - ενεργώ εις βάρος κάποιου
- ≈ συνώνυμα: artifice, combine, exploit, performance, stratagème και truc
- η φάρσα
- η όψη, η εμφάνιση
Les choses prennent un tour étrange.
- Τα πράγματα παίρνουν μια περίεργη όψη.
tour de phrase - ο τρόπος με τον οποίο διαλέγει κανείς τα λόγια του για να παρουσιάζει τη σκέψη του