Δείτε επίσης: Πύργος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πύργος οι πύργοι
      γενική του πύργου των πύργων
    αιτιατική τον πύργο τους πύργους
     κλητική πύργε πύργοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Πύργος (1) στο μεσαιωνικό κάστρο της Ρόδου

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πύργος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πύργος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpiɾ.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πύρ‐γος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πύργος αρσενικό

  1. οχυρωματική κατασκευή με μεγάλο ύψος και μικρή επιφάνεια σχετικά με το ύψος της, συχνά κυλινδρική και με πολεμίστρες· μπορεί να πρόκειται για μεμονωμένο κτίσμα ή για τμήμα ενός κάστρου
    ⮡  ο Λευκός Πύργος στη Θεσσαλονίκη αποτελεί ένα από τα αξιοθέατα της πόλης
  2. (κατ’ επέκταση) οποιαδήποτε κατασκευή με μεγάλο ύψος σχετικά με την επιφάνειά της
    ⮡  τηλεπικοινωνιακός πύργος
  3. (αρχιτεκτονική) μεγαλοπρεπές οικοδόμημα, κατοικία ευγενών κατά το Μεσαίωνα
    ⮡  Ξεκίνησε με σπουδές ζώων και πορτρέτα συγγενών που ζωγράφιζε στον πύργο του στο Αλμπί, όμως η μεγάλη στροφή έγινε όταν πήγε στο Παρίσι και ανακάλυψε τον Ρενουάρ, τον Γκόγια, τον Μανέ, τον Ντεγκά, τους ιμπρεσιονιστές και την ιαπωνική τέχνη. (από άρθρο για τον Τουλούζ Λοτρέκ στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 24 Ιουνίου 2001)
  4. (σκάκι) πιόνι σε σχήμα πύργου που μπορεί να κινείται οριζόντια και κάθετα προχωρώντας όσα τετράγωνα επιθυμεί ο παίκτης
  5. (τεχνολογία) το κουτί που περιέχει τη μητρική κάρτα με τον επεξεργαστή και τα άλλα εξαρτήματα ενός σταθερού προσωπικού υπολογιστή, εφόσον το ύψος του είναι μεγαλύτερο από τις άλλες δύο διαστάσεις του
  6. (στρατιωτικός όρος) ο πυργίσκος

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πύργος οἱ πύργοι
      γενική τοῦ πύργου τῶν πύργων
      δοτική τῷ πύργ τοῖς πύργοις
    αιτιατική τὸν πύργον τοὺς πύργους
     κλητική ! πύργε πύργοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πύργω
γεν-δοτ τοῖν  πύργοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πύργος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πύργος αρσενικό

  1. (αρχιτεκτονική) ο πύργος
  2. (στον πληθυντικό) η πόλη μαζί με τα τείχη του
  3. (μεταφορικά) πύργος με υψηλή υπεράσπιση
  4. το ψηλότερο σημείο ενός κτιρίου όπου διαβιούσαν οι γυναίκες
  5. (στρατιωτικός όρος) η φάλαγγα