Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. tower < μέση αγγλική tor < αγγλοσαξονική torr < λατινική turris < αρχαία ελληνική τύρρις (πύργος)
  2. tower < tow (ρυμουλκώ) + -er

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈtaʊə(ɻ)/ (1)
ΔΦΑ : /ˈtoʊə(ɻ)/ (2)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tower towers

tower (en)

  1. (αρχιτεκτονική) ο πύργος
    ⮡  The tower is surrounded by a deep moat.
    Ο πύργος περιβάλλεται από βαθιά τάφρο.
  2. αυτός που ρυμουλκεί

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
ενεστώτας tower
γ΄ ενικό ενεστώτα towers
αόριστος towered
παθητική μετοχή towered
ενεργητική μετοχή towering

tower (en)

  • (+ above/over) δεσπόζω σε, υψώνομαι πάνω από κάτι
    ⮡  the skyscrapers which tower above the New York skyline - οι ουρανοξύστες που δεσπόζουν στον ουρανό της Νέας Υόρκης.
    ⮡ The skyscraper towers over the city.
    Ο ουρανοξύστης υψώνεται πάνω από τη πόλη.

Συγγενικά

επεξεργασία