Δείτε επίσης: ῥυμουλκῶ, ρυμουλκό

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρυμουλκώ < ελληνιστική κοινή ῥυμουλκέω / ῥυμουλκῶ < αρχαία ελληνική ῥῦμα + ἕλκω

  Ρήμα επεξεργασία

ρυμουλκώ (παθητική φωνή: ρυμουλκούμαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία