Δείτε επίσης: ῥυμουλκῶ, ρυμουλκό

Ετυμολογία

επεξεργασία

ρυμουλκώ (παθητική φωνή: ρυμουλκούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία