Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
tug
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ουσιαστικό
1.2
Ρήμα
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
tug
tugs
tug
(en)
(
ναυτικός όρος
)
το
ρυμουλκό
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη
λέξη
tugboat
ένα
απότομο
τράβηγμα
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας
tug
γ΄
ενικό
ενεστώτα
tugs
αόριστος
tugged
παθητική μετοχή
tugged
ενεργητική
μετοχή
tugging
tug
(en)
τραβώ
απότομα
Πηγές
επεξεργασία
tug (verb)
-
Oxford Learner's Dictionaries
tug (noun)
-
Oxford Learner's Dictionaries