Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tug tugs

tug (en)

  1. (ναυτικός όρος) το ρυμουλκό
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη tugboat
  2. ένα απότομο τράβηγμα
ενεστώτας tug
γ΄ ενικό ενεστώτα tugs
αόριστος tugged
παθητική μετοχή tugged
ενεργητική μετοχή tugging

tug (en)