Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρυμουλκό τα ρυμουλκά
      γενική του ρυμουλκού των ρυμουλκών
    αιτιατική το ρυμουλκό τα ρυμουλκά
     κλητική ρυμουλκό ρυμουλκά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρυμουλκό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ρυμουλκός < ρυμουλκώ [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρυμουλκό ουδέτερο

  • οποιοδήποτε κινούμενο μέσον τραβάει ή σέρνει ένα άλλο, που δεν κινείται
  • (ναυτικός όρος) ειδικός τύπος πλοίου με μεγάλη ιπποδύναμη μηχανών που προβαίνει σε ρυμούλκηση πλοίων ή πλωτών ναυπηγημάτων
    Τα ρυμουλκά διακρίνονται σε μικρά (λιμένος), μεγάλα, ανοικτής θάλασσας και ωκεάνια.

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία