ρεμούρκιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρεμούρκιο < (άμεσο δάνειο) βενετική remurchio < ιταλική rimorchio < μεσαιωνική λατινική *remurclum < *remurculum < λατινική remulcum
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρεμούρκιο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρεμούρκιο
|