τράβηγμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τράβηγμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τραβώ
- έλξη
- μετακίνηση
- σύρσιμο
- τέντωμα
- άντληση
- απορρόφηση
- (τυπογραφία) η αποτύπωση σε χαρτί ή άλλο μέσο από την τυπογραφική πλάκα
- (στον πληθυντικό: τραβήγματα) άσχημες υποθέσεις, μπλεξίματα