Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
tirage tirages

  Ουσιαστικό επεξεργασία

tirage (fr) αρσενικό

  1. το τράβηγμα, η έλξη
  2. η κλήρωση

Συγγενικά επεξεργασία