Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρυμουλκούμενος η ρυμουλκούμενη το ρυμουλκούμενο
      γενική του ρυμουλκούμενου της ρυμουλκούμενης του ρυμουλκούμενου
    αιτιατική τον ρυμουλκούμενο τη ρυμουλκούμενη το ρυμουλκούμενο
     κλητική ρυμουλκούμενε ρυμουλκούμενη ρυμουλκούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρυμουλκούμενοι οι ρυμουλκούμενες τα ρυμουλκούμενα
      γενική των ρυμουλκούμενων των ρυμουλκούμενων των ρυμουλκούμενων
    αιτιατική τους ρυμουλκούμενους τις ρυμουλκούμενες τα ρυμουλκούμενα
     κλητική ρυμουλκούμενοι ρυμουλκούμενες ρυμουλκούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρυμουλκούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα ρυμουλκώ και ρυμουλκούμαι

  Μετοχή επεξεργασία

ρυμουλκούμενος, -η, -ο

  1. → δείτε τη λέξη ρυμουλκώ
  2. ο κινούμενος με ρυμούλκιο

  Μεταφράσεις επεξεργασία