Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tow tows

tow (en)

  • η ρυμούλκηση, μια πράξη ενός οχήματος που τραβά ένα άλλο όχημα χρησιμοποιώντας σχοινί ή αλυσίδα
    ⮡  The tow took two hours.
    Η ρυμούλκηση πήρε δυο ώρες.
    ⮡  tow hook/ring - γάντζος/κρίκος ρυμούλκησης
     συνώνυμα:  towage και towing

Παράγωγα

επεξεργασία
ενεστώτας tow
γ΄ ενικό ενεστώτα tows
αόριστος towed
παθητική μετοχή towed
ενεργητική μετοχή towing

tow (en)

  • ρυμουλκώ, σέρνω με σκοινί, τραβώ
    ⮡  I am towing a ship.
    Ρυμουλκώ ένα πλοίο.
    ⮡  The car was towed to the nearest garage.
    Το αυτοκίνητο ρυμουλκήθηκε στο πλησιέστερο γκαράζ.