ενικός         πληθυντικός  
tow truck tow trucks

  Ετυμολογία

επεξεργασία
tow truck < → δείτε τις λέξεις tow και truck

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

tow truck (en)

  • το φορτηγό με γερανό, ο γερανός (της Τροχαίας), το γερανοφόρο όχημα, ένα φορτηγό που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση αυτοκινήτων για επισκευή όταν είναι σπασμένα ή για παράνομη στάθμευση
    ⮡  The traffic police tow truck took their car for illegal parking.
    Ο γερανός της Τροχαίας τους πήρε το αυτοκίνητο για παράνομη στάθμευση.
    ⮡  The illegally parked cars were taken away by the police tow truck.
    Tα παράνομα παρκαρισμένα αυτοκίνητα τα σήκωσε ο γερανός της αστυνομίας.

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • tow truck στην αγγλική Βικιπαίδεια