γερανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γερανός | οι | γερανοί |
γενική | του | γερανού | των | γερανών |
αιτιατική | τον | γερανό | τους | γερανούς |
κλητική | γερανέ | γερανοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γερανός < αρχαία ελληνική γέρανος
- το μηχάνημα μοιάζει με το μακρύ ράμφος του πουλιού
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία


γερανός αρσενικό
- (πτηνό) μεγαλόσωμο υδρόβιο πτηνό με μακριά πόδια, μακρύ ράμφος και λαιμό
- μόλις εμφανιστούν οι γερανοί, πίστευαν οι αρχαίοι, είναι η κατάλληλη εποχή για όργωμα
- μηχάνημα που εξυπηρετεί με ανακρέμαση την ανύψωση, μετακίνηση, ή φορτοεκφόρτωση αντικειμένων μεγάλου βάρους
- καλαθοφόρος / πλωτός / ηλεκτροϋδραυλικός γερανός
- το όχημα που έχει το προηγούμενο μηχάνημα
- ο γερανός της Τροχαίας τους πήρε το αυτοκίνητο για παράνομη στάθμευση
- παραδοσιακή κατασκευή άντλησης νερού από πηγάδι
- η εγκατάσταση υδροδότησης των σιδηροδρομικών ατμομηχανών
- μηχάνημα που χρησιμοποιείται από της αντλίες της πυροσβεστικής για την εκτόξευση νερού από ψηλά
- (μυθολογία) χορός που εφηύρε ο Θησέας και τον χόρεψε στη Δήλο, επιζητώντας να δείξει τη δαιδαλώδη πορεία που ακολούθησε στο Λαβύρινθο
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
γερανός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πτηνό
|
μηχάνημα
|