Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
towing towings

towing (en)

  • η ρυμούλκηση, η πράξη του ρυμουλκώ
    ⮡  The towing took two hours.
    Η ρυμούλκηση πήρε δυο ώρες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη tow

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

towing (en)

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 775. ISBN 9780194325684. , λήμμα: ρυμούλκηση