Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΡήμαΕπεξεργασία

pull (en)

  1. τραβώ, σύρω προς το μέρος μου
     συνώνυμα: drag
     αντώνυμα: push
  2. αποσύρω από την κυκλοφορία (ένα προϊόν]]
     συνώνυμα: recall, withdraw

Παράγωγες λέξειςΕπεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

pull (en)

  1. το τράβηγμα (η κίνηση με την οποία τραβώ κάτι)
  2. η έλξη, η ελκτική δύναμη
     συνώνυμα: attraction
  3. οποιοδήποτε εξάρτημα (λαβή, σχοινί, μοχλός) που πρέπει να το τραβήξουμε
  4. η γοητεία, η επιρροή



Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

 

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
pull pulls

pull (fr) αρσενικό