Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pull pulls

pull (en)

  1. το τράβηγμα (η κίνηση με την οποία τραβώ κάτι)
  2. η έλξη, η ελκτική δύναμη
     συνώνυμα: attraction
  3. οποιοδήποτε εξάρτημα (λαβή, σχοινί, μοχλός) που πρέπει να το τραβήξουμε
  4. (μη μετρήσιμο, ανεπίσημο) η επιρροή
      His family name has a lot of pull in the diplomatic service.
    Έχει μεγάλη επιρροή στο διπλωματικό σώμα χάρη στο όνομά του.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη influence
ενεστώτας pull
γ΄ ενικό ενεστώτα pulls
αόριστος pulled
παθητική μετοχή pulled
ενεργητική μετοχή pulling

pull (en)

  1. τραβώ, σύρω προς το μέρος μου
     συνώνυμα: drag
     αντώνυμα: push
  2. (μεταβατικό) βγάζω, αφαιρώ κάτι από ένα μέρος τραβώντας
      I pull the cork out of a bottle.
    Βγάζω το φελλό από ένα μπουκάλι.
  3. (μεταβατικό) παθαίνω θλάση, τράβηγμα
      Athletes obviously have higher chances of pulling a muscle.
    Οι αθλητές έχουν προφανώς περισσότερες πιθανότητες να πάθουν θλάση.
      Also, individuals who have pulled a muscle in the past have a higher chance of pulling a muscle again in the same area.
    Επίσης άτομα τα οποία έχουν υποστεί θλάσεις στο παρελθόν έχουν περισσότερες πιθανότητες να ξαναπάθουν θλάσεις στην ίδια περιοχή.
      Have you ever pulled your muscle?
    Έχετε πάθει ποτέ τράβηγμα μυών;
      When you feel you pulled your back, book an a appointment for a therapeutic massage.
    Όταν νιώθετε την πλάτη να σας τραβά, κλείστε ραντεβού για ένα θεραπευτικό μασάζ.
  4. αποσύρω από την κυκλοφορία (ένα προϊόν)
     συνώνυμα: recall, withdraw

Παράγωγα

επεξεργασία



Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pull pulls

pull (fr) αρσενικό