pull
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
pull (en)
Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
pull (en)
- το τράβηγμα (η κίνηση με την οποία τραβώ κάτι)
- η έλξη, η ελκτική δύναμη
- οποιοδήποτε εξάρτημα (λαβή, σχοινί, μοχλός) που πρέπει να το τραβήξουμε
- η γοητεία, η επιρροή
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pull | pulls |
pull (fr) αρσενικό
- το πουλόβερ