pull together
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | pull together |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pulls together |
αόριστος | pulled together |
παθητική μετοχή | pulled together |
ενεργητική μετοχή | pulling together |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαpull together (en)
- συνεργάζομαι, ενεργώ, δουλεύω κτλ. μαζί με άλλους ανθρώπους οργανωμένα και χωρίς να τσακώνομαι
- ⮡ All of us must pull together to achieve our goals.
- Πρέπει όλοι να συνεργαστούμε για να πετύχουμε τους σκοπούς μας.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη collaborate
- ⮡ All of us must pull together to achieve our goals.