ενεστώτας pull over
γ΄ ενικό ενεστώτα pulls over
αόριστος pulled over
παθητική μετοχή pulled over
ενεργητική μετοχή pulling over

  Ετυμολογία

επεξεργασία
pull over < → δείτε τις λέξεις pull και over

pull over (en)

  • κάνω στην άκρη, προχωρώ στην άκρη του δρόμου για να σταματήσω ή να αφήσω κάποιον να περάσει
    ⮡  Pull over and let him pass.
    Κάνε στην άκρη κι άσ' τον να περάσει.