ενεστώτας pull over
γ΄ ενικό ενεστώτα pulls over
αόριστος pulled over
παθητική μετοχή pulled over
ενεργητική μετοχή pulling over

Ετυμολογία

επεξεργασία
pull over <  δείτε τις λέξεις pull και over

pull over (en)

  • τραβάω στο πλάι, κάνω στην άκρη, προχωρώ στην άκρη του δρόμου για να σταματήσω ή να αφήσω κάποιον να περάσει
      Pull over a little and let her pass.
    Τράβα λίγο στο πλάι κι άσε την να περάσει.
      The truck driver pulled over to the side of the road.
    Ο φορτηγατζής τράβηξε στο πλάι του δρόμο.
      Pull over and let him pass.
    Κάνε στην άκρη κι άσ' τον να περάσει.