ενεστώτας pull on
γ΄ ενικό ενεστώτα pulls on
αόριστος pulled on
παθητική μετοχή pulled on
ενεργητική μετοχή pulling on

  Ετυμολογία

επεξεργασία
pull on < → δείτε τις λέξεις pull και on

pull on (en)

  • pull on - Cambridge Dictionary online
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 153, 692-695. ISBN 9780194325684. , λήμμα: βάζω, περνώ