pull through
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | pull through |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pulls through |
αόριστος | pulled through |
παθητική μετοχή | pulled through |
ενεργητική μετοχή | pulling through |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαpull through (en)
- βελτιώνω, τη βγάζω καθαρή από αρρώστεια, γίνομαι καλύτερα μετά από μια σοβαρή ασθένεια, εγχείρηση κ.λπ.
- ↪ He is pulling through. (=His health is improving.)
- Βελτιώνεται η υγεία του.
- ↪ He is pulling through. (=His health is improving.)
Πηγές
επεξεργασία- pull through - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω