ενεστώτας pull through
γ΄ ενικό ενεστώτα pulls through
αόριστος pulled through
παθητική μετοχή pulled through
ενεργητική μετοχή pulling through

  Ετυμολογία

επεξεργασία
pull through < → δείτε τις λέξεις pull και through

pull through (en)

  • βελτιώνω, τη βγάζω καθαρή από αρρώστεια, γίνομαι καλύτερα μετά από μια σοβαρή ασθένεια, εγχείρηση κ.λπ.
    He is pulling through. (=His health is improving.)
    Βελτιώνεται η υγεία του.