Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
drag drags

drag (en)

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας drag
γ΄ ενικό ενεστώτα drags
αόριστος dragged
παθητική μετοχή dragged
ενεργητική μετοχή dragging

drag (en)

  1. σύρω, σέρνω
  2. σέρνομαι (κινούμαι πολύ αργά)
    • drag one's feet: "σέρνω τα πόδια μου", "σέρνομαι"
  3. (πληροφορική) σέρνω, μετακινώ κείμενο, ένα εικονίδιο κτλ. στην οθόνη ενός υπολογιστή χρησιμοποιώντας το ποντίκι
    Drag the table to see all the columns.
    Σύρτε στον πίνακα για να δείτε όλες τις στήλες.

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Ρουμανικά (ro) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

drag (ro)