Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πουλόβερ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Γυναίκα με ασπρόμαυρο καρό
πουλόβερ
.
Ετυμολογία
επεξεργασία
πουλόβερ
<
αγγλική
pullover
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πουλόβερ
ουδέτερο
άκλιτο
πλεκτό
ρούχο
, για το πάνω μέρος του σώματος, από τη μέση μέχρι το λαιμό, συνήθως μάλλινο
Συγγενικά
επεξεργασία
πουλοβεράκι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πουλόβερ
αγγλικά
:
sweater
(en)
πολωνικά
:
sweter
(pl)